υποεργεπιστάτης

υποεργεπιστάτης
ὁ, Α
αυτός που σε μια ιεραρχία έχει βαθμό κατώτερο τού επιστάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐργεπιστάτης «επιστάτης έργων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”